- μαλτάση
- η(βιοχ.) ένζυμο που απαντά στο σάλιο, στο παγκρεατικό υγρό και στο εντερικό περιεχόμενο και καταλύει την υδρολυτική διάσπαση τού δισακχαρίτη μαλτόζη σε μονοσάκχαρο, δηλαδή σε γλυκόζη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… … Dictionary of Greek
γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek